- περισυνάγω
- (αόρ. περισυνήγαγον) см. περισυλλέγω
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
περισυνάγω — ΜΑ [συνάγω] 1. συγκεντρώνω κάτι γύρω από κάτι άλλο ή από κάποιον 2. συγκεντρώνω διασκορπισμένα μέρη ενός συνόλου, συναθροίζω από παντού σε ένα μέρος, περισυλλέγω, συμμαζεύω … Dictionary of Greek
περισυναγωγή — η, Ν περισυλλογή. [ΕΤΥΜΟΛ. < περισυνάγω. Η λ. μαρτυρείται από το 1882 στον Α.Π. Κεραμέα] … Dictionary of Greek
περισύναγμα — ατος, τὸ, Μ [περισυνάγω] η περισυναγωγή … Dictionary of Greek